Μεγάλη μερίδα της κοινωνίας έχει μάθει να νοηματοδοτεί την πολιτική της ύπαρξη μέσα από πλειοψηφικές ή μειοψηφικές οντότητες. Όταν η θέση ισορροπίας του πολιτικού συστήματος αναταράσσεται και μετατοπίζεται ως απότοκο κρίσεων, τότε διαμορφώνονται και νέες πλειοψηφικές/μειοψηφικές δομές, νέοι (επικρατούντες) πόλοι και οι πολίτες καλούνται είτε να προσαρμοστούν, είτε να μετατοπιστούν με βάση τα νέα δεδομένα. To να ανήκει όμως κανείς επι μακρόν σε μία πλειοψηφική ή μειοψηφική δομή, τον διαμορφώνει ως προσωπικότητα και η μετάβαση από την αίσθηση του ανήκειν σε μία μειοψηφία, στην αίσθηση του ανήκειν σε μία πλειοψηφία, όπως και το αντίστροφο έχεις τις δυσκολίες της.
Οι συμπολίτες μας που είναι συνηθισμένοι να αποτελούν μέρος μίας πλειοψηφίας ή μίας ισχυρής μειοψηφίας, δυσκολεύονται να προσαρμοστούν σε νέα δεδομένα τα οποία τους κατατάσσουν σε μία “νομαδική (πολιτικά) άστεγη μειοψηφία”.
Αντιστοίχως, πολίτες και κοινωνικές ομάδες που είχαν μάθει να βρίσκονται στο περιθώριο ή να ανήκουν σε μία μειοψηφία η οποία για να ακουστεί ή να προβληθούν τα αιτήματά της έπρεπε να φωνάζει, δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα που τους καθιστούν ισχυρή μειοψηφία ή γιατί όχι και πλειοψηφία.
Για να συγκεκριμενοποιήσουμε τα πράγματα, αναφέρομαι στους πολίτες που κατατάσσουν τον εαυτό τους στην ευρύτερη κεντροαριστερά και στους πολίτες που στήριζαν διαχρονικά τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η δυσκολία προσαρμογής των τελευταίων έχει αναλυθεί διεξοδικά και συμπυκνώνεται συνήθως στη φράση: “ έχουν μάθει να συμπεριφέρονται ως μέλη κόμματος του 4% και είναι πλέον κόμμα του 30%”. Δεν προσαρμόζονται δηλαδή στο παλιό καλούπι του δικομματισμού, το οποίο επιτάσσει συγκεκριμένο είδος και φιλοσοφία αντιπαράθεσης, εγκατάλειψη μεθόδων διεκδίκησης που αρμόζουν κατά την άποψη κάποιων σε “μειοψηφίες” και κεντρώα μετατόπιση, ενώ παράλληλα δεν αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα του να έχουν μία κοινή γραμμή και να μη βαράει ο καθένας τον δικό του σκοπό.
Η προσαρμογή όμως της πρώτης κατηγορίας πολιτών που περιγράφηκε, έχει κατά την άποψή μου μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Η μετάβαση από την αίσθηση οτι ανήκεις σε μία πλειοψηφία, στην αίσθηση της μειοψηφίας, του πολιτικά αστέγου, της πολιτικής μοναξιάς, είναι πάντα πιο δύσκολη. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να διαχειριστεί κανείς τη μετάβαση αυτή. Η πιο δύσκολη περίπτωση είναι αυτή της μη αποδοχής οτι πλέον αποτελεί μία κοινωνικοπολιτική μειοψηφία. Πώς εκφράζεται αυτή; Με κάποια δείγματα μεσσιανισμού αρχικά... “Ξέρω τι πρέπει να γίνει, έχω τον τρόπο, πρέπει να κάνετε αυτό” και εν συνεχεία, λόγω μη απήχησης, με την απαξίωση της κοινωνίας, η οποία είναι ανώριμη και δεν καταλαβαίνει, αλλά όλα αυτά κάποια στιγμή θα τα μετανιώσει και θα είναι υπόλογη που δεν άκουσε.
Η συνειδητοποίηση του οτι οι απόψεις μίας ομάδας δεν είναι πλέον πλειοψηφικές και οτι αυτό μπορεί και να μην οφείλεται στην άγνοια ή σε κάποιο λάθος των μόνιμα διαφωνούντων ή εκείνων που σταμάτησαν να συμφωνούν, απλά στις νέες συνθήκες που επέφεραν και επέβαλλαν την αλλαγή, είναι πάντα πολύ δύσκολη, μπορεί να μην έρθει και ποτέ, κάτι το οποίο μπορεί να οφείλεται στο οτι η "αλλαγή" που επέφερε αυτές τις κοσμοϊστορικές αλλαγές, δεν επηρέασε και τόσο στην τελική την ομάδα αυτή.
Από την άλλη υπάρχουν και όσοι αποδέχονται οτι είναι πλέον μειοψηφία, αλλά επειδή η ένταξη σε μειοψηφικές ομάδες που θα φυτοζωούν πολιτικά για κάποια χρόνια δεν τους ταιριάζει, ψάχνουν τρόπο να ενταχθούν σε νέες πλειοψηφίες. Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι οτι οι ανήκοντες στην τελευταία κατηγορία, θεωρούν ως μονάδες, οτι η νέα πλειοψηφία πρέπει και αυτή να μετατοπιστεί προς αυτούς και όχι οι ίδιοι προς τη νέα πλειοψηφία. Χαρακτηριστική περίπτωση, οι υποδείξεις προς τον ΣΥΡΙΖΑ οτι έχει πιάσει κορυφή και για να αυξήσει τα ποσοστά του πρέπει να μετατοπιστεί προς το κέντρο. Δηλαδή, οι πολιτικά άστεγοι νομάδες, που δεν θέλουν να εντάσσονται σε μειοψηφίες, λένε ουσιαστικά στη νέα πλειοψηφία, οτι εάν θες εμάς, τις πολύφερνες νύφες για ψηφοφόρους, πρέπει εσύ να έρθεις προς τα εμάς, να ακολουθήσεις τις υποδείξεις μας, να γίνεις η πάλαι ποτέ πλειοψηφία στην οποία ήμασταν ενταγμένοι και όχι εμείς να ενταχθούμε στην πλειοψηφία σου.
Φυσικά ένα κόμμα που θέλει να κυβερνήσει και να αυξήσει τα ποσοστά του, οφείλει να απευθύνεται και σε ένα κοινό πέρα από το ήδη υπάρχουν κοινό του, χωρίς παράλληλα να προδίδει το τελευταίο. Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ όμως, υπάρχει το εξής ενδιαφέρον: το κόμμα έγινε ξαφνικά από μικρό, μεγάλο, χωρίς ουσιαστικά να αλλάξει κάτι στον τρόπο που πολιτευόταν, δηλαδή ο κόσμος πήγε προς τον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ άρχισε να ταυτίζεται περισσότερο με τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις του. Δεν ήταν μία σταδιακή μετάβαση, με σταδιακή αύξηση ποσοστών και κεντρώα μετατόπιση, αλλά μία απότομη μετατόπιση μεγάλου τμήματος της κοινωνίας προς τα Αριστερά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν έχει φτάσει στο 30% όντας ένα κόμμα της Αριστεράς και ορισμένοι του υποδεικνύουν οτι εάν θέλει να γίνει πλειοψηφία (που ήδη είναι) και να αυξήσει τα ποσοστά του, πρέπει να μετατοπιστεί. Κουνάνε δηλαδή το δάχτυλο σε ένα κόμμα που πήγε από το 4% στο 30% και του υποδεικνύουν τι πρέπει να κάνει για να τους κερδίσει.
Υπάρχουν σίγουρα κάποιοι, που συνηθισμένοι να αποτελούν μονάδες πλειοψηφικών συνόλων, αισθάνονται άσχημα να βλέπουν οτι ξαφνικά οι 2.000.000 ομοϊδεάτες, έγιναν ένα αμφιθέατρο 500 ατόμων που το μόνο που κάνουν είναι να ανακυκλώνουν τα ίδια και τα ίδια και να καταλήγουν οτι ο κόσμος είναι ανώριμος και κάποια στιγμή θα ξανασυνειδητοποιήσει οτι τους έχει ανάγκη. Είναι εντυπωσιακό όμως, οτι όσοι εξ' αυτών στρέφονται προς τον ΣΥΡΙΖΑ, απλά επειδή δεν μπορούν να διαχειριστούν την ιδέα οτι αποτελούν μειοψηφία και πρέπει να παλέψουν για να γίνουν ξανά πλειοψηφία, ουσιαστικά δεν σέβονται το κόμμα το οποίο με βαριά καρδιά θέλουν να ψηφίσουν, ούτε τις ρίζες του, ούτε τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε να αναδειχθεί και να ανέβει.
Τον αντιλαμβάνονται απλά σαν ένα όχημα για μετάβαση σε μία άγνωστη ενδιάμεση κατάσταση, πριν επέλθει ξανά η πρότερη ισορροπία, κατά τη διάρκεια της οποίας ήταν η πλειοψηφία. Δηλαδή εντάσσονται με βάση τα νέα δεδομένα στην πλειοψηφία που τους βολεύει και είτε προσπαθούν να την τροποποιήσουν για να τους θυμίζει την παλιά οικεία πλειοψηφία, είτε προσπαθούν να την τραβήξουν προς το μέρος τους, μέχρι να δημιουργηθεί νέος φορέας στον οποίο θα μεταπηδήσουν. Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν λειτουργεί γι' αυτούς ως πολιτικός ξενιστής.
Η αναφορά σε πολιτικούς ξενιστές, πρέπει αναγκαστικά να συνοδεύεται από αναφορά σε "πολιτικά παράσιτα", τα οποία είτε ζουν και εξελίσσονται αρμονικά παράλληλα με τον ξενιστή τους (αβλαβή), είτε είναι επιβλαβή για τον ξενιστή. Ο όρος "παράσιτο" θα μπορούσε να είναι τραβηγμένος, αλλά δυστυχώς ή ευτυχώς είναι ο μόνος ενδεδειγμένος για άτομα τα οποία δεν ενσωματώνονται πλήρως στον εκάστοτε φορέα που τους φιλοξενεί, αλλά αγκιστρώνονται απ' αυτόν σε μία απέλπιδα προσπάθεια είτε πολιτικής επιβίωσης (όπως συμβαίνει με στελέχη), είτε πολιτικής ύπαρξης στα πλαίσια ενός πλειοψηφικού φορέα (όπως συμβαίνει με απλούς πολίτες).
Θεωρώ λοιπόν οτι για το μόνο πράγμα για το οποίο θα μπορούσε κανείς να κουνήσει το δάχτυλο στον ΣΥΡΙΖΑ, πέρα από τα παρωχημένα πλέον μαθήματα που του γίνονται, είναι να μην επιτρέψει σε "επιβλαβή παράσιτα" να αλλοιώσουν τη μορφή του και όλα εκείνα τα κινηματικά στοιχεία που τον έκαναν να ανέβει. Η σημαντική άνοδος ήταν αυτή από το 4% στο 30% και δε θα είναι η άνοδος από το 30% στο 35%.
Δεν είμαι σίγουρη κατά πόσον οι αμοιβαίες μετατοπίσεις που πρέπει να γίνουν στον χώρο αριστερά του κέντρου, έχουν να κάνουν με κεντροαριστερή μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ ή με ριζοσπαστικοποίηση και στροφή προς τα Αριστερά των ψηφοφόρων και πώς θα πρέπει να συνδυαστούν οι δυο αυτές μετατοπίσεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ας κάνει ό,τι καταλαβαίνει και όποιος θέλει τον ακολουθεί, αλλά σίγουρα κανένα “πολιτικό παράσιτο” δεν μπορεί να επιβάλλει σε ένα κόμμα-ξενιστή τι θα κάνει και προς τα πού θα κινηθεί.Ο σεβασμός στην κυρίαρχη ιδεολογία του κόμματος-ξενιστή, είναι βασικός τόσο για την επιβίωση του ξενιστή, όσο και για την επιβίωση των παρασίτων...
Οι συμπολίτες μας που είναι συνηθισμένοι να αποτελούν μέρος μίας πλειοψηφίας ή μίας ισχυρής μειοψηφίας, δυσκολεύονται να προσαρμοστούν σε νέα δεδομένα τα οποία τους κατατάσσουν σε μία “νομαδική (πολιτικά) άστεγη μειοψηφία”.
Αντιστοίχως, πολίτες και κοινωνικές ομάδες που είχαν μάθει να βρίσκονται στο περιθώριο ή να ανήκουν σε μία μειοψηφία η οποία για να ακουστεί ή να προβληθούν τα αιτήματά της έπρεπε να φωνάζει, δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα που τους καθιστούν ισχυρή μειοψηφία ή γιατί όχι και πλειοψηφία.
Για να συγκεκριμενοποιήσουμε τα πράγματα, αναφέρομαι στους πολίτες που κατατάσσουν τον εαυτό τους στην ευρύτερη κεντροαριστερά και στους πολίτες που στήριζαν διαχρονικά τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η δυσκολία προσαρμογής των τελευταίων έχει αναλυθεί διεξοδικά και συμπυκνώνεται συνήθως στη φράση: “ έχουν μάθει να συμπεριφέρονται ως μέλη κόμματος του 4% και είναι πλέον κόμμα του 30%”. Δεν προσαρμόζονται δηλαδή στο παλιό καλούπι του δικομματισμού, το οποίο επιτάσσει συγκεκριμένο είδος και φιλοσοφία αντιπαράθεσης, εγκατάλειψη μεθόδων διεκδίκησης που αρμόζουν κατά την άποψη κάποιων σε “μειοψηφίες” και κεντρώα μετατόπιση, ενώ παράλληλα δεν αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα του να έχουν μία κοινή γραμμή και να μη βαράει ο καθένας τον δικό του σκοπό.
Η προσαρμογή όμως της πρώτης κατηγορίας πολιτών που περιγράφηκε, έχει κατά την άποψή μου μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Η μετάβαση από την αίσθηση οτι ανήκεις σε μία πλειοψηφία, στην αίσθηση της μειοψηφίας, του πολιτικά αστέγου, της πολιτικής μοναξιάς, είναι πάντα πιο δύσκολη. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να διαχειριστεί κανείς τη μετάβαση αυτή. Η πιο δύσκολη περίπτωση είναι αυτή της μη αποδοχής οτι πλέον αποτελεί μία κοινωνικοπολιτική μειοψηφία. Πώς εκφράζεται αυτή; Με κάποια δείγματα μεσσιανισμού αρχικά... “Ξέρω τι πρέπει να γίνει, έχω τον τρόπο, πρέπει να κάνετε αυτό” και εν συνεχεία, λόγω μη απήχησης, με την απαξίωση της κοινωνίας, η οποία είναι ανώριμη και δεν καταλαβαίνει, αλλά όλα αυτά κάποια στιγμή θα τα μετανιώσει και θα είναι υπόλογη που δεν άκουσε.
Η συνειδητοποίηση του οτι οι απόψεις μίας ομάδας δεν είναι πλέον πλειοψηφικές και οτι αυτό μπορεί και να μην οφείλεται στην άγνοια ή σε κάποιο λάθος των μόνιμα διαφωνούντων ή εκείνων που σταμάτησαν να συμφωνούν, απλά στις νέες συνθήκες που επέφεραν και επέβαλλαν την αλλαγή, είναι πάντα πολύ δύσκολη, μπορεί να μην έρθει και ποτέ, κάτι το οποίο μπορεί να οφείλεται στο οτι η "αλλαγή" που επέφερε αυτές τις κοσμοϊστορικές αλλαγές, δεν επηρέασε και τόσο στην τελική την ομάδα αυτή.
Από την άλλη υπάρχουν και όσοι αποδέχονται οτι είναι πλέον μειοψηφία, αλλά επειδή η ένταξη σε μειοψηφικές ομάδες που θα φυτοζωούν πολιτικά για κάποια χρόνια δεν τους ταιριάζει, ψάχνουν τρόπο να ενταχθούν σε νέες πλειοψηφίες. Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι οτι οι ανήκοντες στην τελευταία κατηγορία, θεωρούν ως μονάδες, οτι η νέα πλειοψηφία πρέπει και αυτή να μετατοπιστεί προς αυτούς και όχι οι ίδιοι προς τη νέα πλειοψηφία. Χαρακτηριστική περίπτωση, οι υποδείξεις προς τον ΣΥΡΙΖΑ οτι έχει πιάσει κορυφή και για να αυξήσει τα ποσοστά του πρέπει να μετατοπιστεί προς το κέντρο. Δηλαδή, οι πολιτικά άστεγοι νομάδες, που δεν θέλουν να εντάσσονται σε μειοψηφίες, λένε ουσιαστικά στη νέα πλειοψηφία, οτι εάν θες εμάς, τις πολύφερνες νύφες για ψηφοφόρους, πρέπει εσύ να έρθεις προς τα εμάς, να ακολουθήσεις τις υποδείξεις μας, να γίνεις η πάλαι ποτέ πλειοψηφία στην οποία ήμασταν ενταγμένοι και όχι εμείς να ενταχθούμε στην πλειοψηφία σου.
Φυσικά ένα κόμμα που θέλει να κυβερνήσει και να αυξήσει τα ποσοστά του, οφείλει να απευθύνεται και σε ένα κοινό πέρα από το ήδη υπάρχουν κοινό του, χωρίς παράλληλα να προδίδει το τελευταίο. Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ όμως, υπάρχει το εξής ενδιαφέρον: το κόμμα έγινε ξαφνικά από μικρό, μεγάλο, χωρίς ουσιαστικά να αλλάξει κάτι στον τρόπο που πολιτευόταν, δηλαδή ο κόσμος πήγε προς τον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ άρχισε να ταυτίζεται περισσότερο με τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις του. Δεν ήταν μία σταδιακή μετάβαση, με σταδιακή αύξηση ποσοστών και κεντρώα μετατόπιση, αλλά μία απότομη μετατόπιση μεγάλου τμήματος της κοινωνίας προς τα Αριστερά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν έχει φτάσει στο 30% όντας ένα κόμμα της Αριστεράς και ορισμένοι του υποδεικνύουν οτι εάν θέλει να γίνει πλειοψηφία (που ήδη είναι) και να αυξήσει τα ποσοστά του, πρέπει να μετατοπιστεί. Κουνάνε δηλαδή το δάχτυλο σε ένα κόμμα που πήγε από το 4% στο 30% και του υποδεικνύουν τι πρέπει να κάνει για να τους κερδίσει.
Υπάρχουν σίγουρα κάποιοι, που συνηθισμένοι να αποτελούν μονάδες πλειοψηφικών συνόλων, αισθάνονται άσχημα να βλέπουν οτι ξαφνικά οι 2.000.000 ομοϊδεάτες, έγιναν ένα αμφιθέατρο 500 ατόμων που το μόνο που κάνουν είναι να ανακυκλώνουν τα ίδια και τα ίδια και να καταλήγουν οτι ο κόσμος είναι ανώριμος και κάποια στιγμή θα ξανασυνειδητοποιήσει οτι τους έχει ανάγκη. Είναι εντυπωσιακό όμως, οτι όσοι εξ' αυτών στρέφονται προς τον ΣΥΡΙΖΑ, απλά επειδή δεν μπορούν να διαχειριστούν την ιδέα οτι αποτελούν μειοψηφία και πρέπει να παλέψουν για να γίνουν ξανά πλειοψηφία, ουσιαστικά δεν σέβονται το κόμμα το οποίο με βαριά καρδιά θέλουν να ψηφίσουν, ούτε τις ρίζες του, ούτε τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε να αναδειχθεί και να ανέβει.
Τον αντιλαμβάνονται απλά σαν ένα όχημα για μετάβαση σε μία άγνωστη ενδιάμεση κατάσταση, πριν επέλθει ξανά η πρότερη ισορροπία, κατά τη διάρκεια της οποίας ήταν η πλειοψηφία. Δηλαδή εντάσσονται με βάση τα νέα δεδομένα στην πλειοψηφία που τους βολεύει και είτε προσπαθούν να την τροποποιήσουν για να τους θυμίζει την παλιά οικεία πλειοψηφία, είτε προσπαθούν να την τραβήξουν προς το μέρος τους, μέχρι να δημιουργηθεί νέος φορέας στον οποίο θα μεταπηδήσουν. Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν λειτουργεί γι' αυτούς ως πολιτικός ξενιστής.
Η αναφορά σε πολιτικούς ξενιστές, πρέπει αναγκαστικά να συνοδεύεται από αναφορά σε "πολιτικά παράσιτα", τα οποία είτε ζουν και εξελίσσονται αρμονικά παράλληλα με τον ξενιστή τους (αβλαβή), είτε είναι επιβλαβή για τον ξενιστή. Ο όρος "παράσιτο" θα μπορούσε να είναι τραβηγμένος, αλλά δυστυχώς ή ευτυχώς είναι ο μόνος ενδεδειγμένος για άτομα τα οποία δεν ενσωματώνονται πλήρως στον εκάστοτε φορέα που τους φιλοξενεί, αλλά αγκιστρώνονται απ' αυτόν σε μία απέλπιδα προσπάθεια είτε πολιτικής επιβίωσης (όπως συμβαίνει με στελέχη), είτε πολιτικής ύπαρξης στα πλαίσια ενός πλειοψηφικού φορέα (όπως συμβαίνει με απλούς πολίτες).
Θεωρώ λοιπόν οτι για το μόνο πράγμα για το οποίο θα μπορούσε κανείς να κουνήσει το δάχτυλο στον ΣΥΡΙΖΑ, πέρα από τα παρωχημένα πλέον μαθήματα που του γίνονται, είναι να μην επιτρέψει σε "επιβλαβή παράσιτα" να αλλοιώσουν τη μορφή του και όλα εκείνα τα κινηματικά στοιχεία που τον έκαναν να ανέβει. Η σημαντική άνοδος ήταν αυτή από το 4% στο 30% και δε θα είναι η άνοδος από το 30% στο 35%.
Δεν είμαι σίγουρη κατά πόσον οι αμοιβαίες μετατοπίσεις που πρέπει να γίνουν στον χώρο αριστερά του κέντρου, έχουν να κάνουν με κεντροαριστερή μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ ή με ριζοσπαστικοποίηση και στροφή προς τα Αριστερά των ψηφοφόρων και πώς θα πρέπει να συνδυαστούν οι δυο αυτές μετατοπίσεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ας κάνει ό,τι καταλαβαίνει και όποιος θέλει τον ακολουθεί, αλλά σίγουρα κανένα “πολιτικό παράσιτο” δεν μπορεί να επιβάλλει σε ένα κόμμα-ξενιστή τι θα κάνει και προς τα πού θα κινηθεί.Ο σεβασμός στην κυρίαρχη ιδεολογία του κόμματος-ξενιστή, είναι βασικός τόσο για την επιβίωση του ξενιστή, όσο και για την επιβίωση των παρασίτων...
1 σχόλιο:
Άντε ρε Τσούγδω το άφησες και σκούριασε!
Γιάννης
Δημοσίευση σχολίου